- Ἁλιέα
- Ἁλιέᾱ , Ἁλιέηςmasc nom/voc/acc dualἉλιέᾱ , Ἁλιέηςmasc voc sg (attic)Ἁλιέᾱ , Ἁλιέηςmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁλιέα — ἁλιέᾱ , ἁλιεύς one who has to do with the sea masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλιέας — Ἁλιέᾱς , Ἁλιέαι fem acc pl (epic ionic) Ἁλιέᾱς , Ἁλιέης masc acc pl Ἁλιέᾱς , Ἁλιέης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιέας — ἁλιέᾱς , ἁλιεύς one who has to do with the sea masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προΐημι — Α [ἵημι] 1. αποστέλλω κάποιον εκ τών προτέρων ή στέλνω κάτι από πριν («αἶψα δ’ ἐπ Αἴαντα προΐεις κήρυκα θοώτην», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κάποιον να πάει κάπου («Μαίον ἄρα προέηκε, θεῶν τετράεσσι πιθήσας», Ομ. Ιλ.) 3. αφήνω κάτι να πέσει («πηδάλιον ἐκ… … Dictionary of Greek
συρταρόλη — η, και συρταρόλι, το, Ν [συρτή] (αλιευτ.) όργανο ερασιτεχνικής αλιείας, που αποτελείται από λίγα μέτρα πετονιάς, στο άκρο τής οποίας είναι δεμένο μεταλλικό στιλπνό αντικείμενο που φέρει αγκίστρια και σύρεται από τον αλιέα … Dictionary of Greek